σκλαβώνω — σκλαβώνω, σκλάβωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκλαβώνω — σκλάβωσα, σκλαβώθηκα, σκλαβωμένος 1. υποδουλώνω: Οι Έλληνες έμειναν τετρακόσια χρόνια σκλαβωμένοι στους Τούρκους. 2. υποχρεώνω κάποιον: Μας σκλάβωσε με τους τρόπους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκλάβωμα — το, Ν [σκλαβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκλαβώνω, σκλαβιά, αιχμαλωσία, υποδούλωση … Dictionary of Greek
αιχμαλωτίζω — (Α αἰχμαλωτίζω) συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω (νεοελλ. μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τόν γοητεύω, τόν συναρπάζω νεοελλ. (για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος. ΠΑΡ … Dictionary of Greek
δουλώνω — (AM δουλῶ, όω) υποδουλώνω, υποτάσσω, σκλαβώνω μσν. νεοελλ. (για ακίνητα) υποθηκεύω νεοελλ. κάνω κάποιον υποχείριο, υποτελή μσν. 1. (για γυναίκα) υποτάσσομαι στον άντρα 2. υπηρετώ, δουλεύω σε κάποιον αρχ. καταβάλλω, δεσμεύω, ταπεινώνω … Dictionary of Greek
καταδουλώ — καταδουλῶ, όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος] υποδουλώνω, υποτάσσω μσν. 1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω 2. κρατώ ως σκλάβο 3. συγκρατώ 4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μου αρχ. 1. μτφ. υποδουλώνω τον νου 2.… … Dictionary of Greek
υποδουλώνω — υποδούλωσα, υποδουλώθηκα, υποδουλωμένος 1. κάνω κάποιον υπόδουλο, του στερώ την ελευθερία ή την ανεξαρτησία του, τον σκλαβώνω: Οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει την Ελλάδα. 2. μτφ., κάνω κάποιον υποχείριό μου: Τον υποδούλωσε το πάθος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)